εξαπατώμαι

εξαπατώμαι
εξαπατώμαι, εξαπατήθηκα, εξαπατημένος βλ. πίν. 61

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξαπατῶμαι — ἐξαπατάω deceive pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive pres ind mp 1st sg ἐξαπατάω deceive pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἐξαπατάω deceive pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive pres ind mp 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοεξαπατώμαι — ( άομαι) εξαπατώμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξαπατώ ( ώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • απομύσσω — ἀπομύσσω (αττ., ττω) (Α) 1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου 2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω 3. ( ομαι) εξαπατώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»] …   Dictionary of Greek

  • ενεδρεύω — (AM ἐνεδρεύω) κρύβομαι κάπου για να επιτεθώ ξαφνικά, παραμονεύω («ἀδίκως δικαίους ἐνήδρευσαν», Μηναία) αρχ. 1. έχω κακούς σκοπούς απέναντι σε κάποιον 2. παθ. εξαπατώμαι («ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι», Λυσ.) 3. τοποθετώ σε ενέδρα… …   Dictionary of Greek

  • καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …   Dictionary of Greek

  • κανάρομαι — (Μ) εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < βενετ. inganar] …   Dictionary of Greek

  • καταπεπλανημένως — (Α) (πιθ. εσφ. γρφ.) επίρρ. με εσφαλμένο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεπλανημένος (μτχ. παρακμ. τού καταπλανῶμαι «εξαπατώμαι»] …   Dictionary of Greek

  • μυκτηρίζω — (ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) [μυκτήρ] χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τούς μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τούς δικαιώσει», Παπαντ.) αρχ. 1. πάσχω από… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • παραπλανώ — παραπλανῶ, άω, Ν ΜΑ νεοελλ. 1. εκτρέπω κάποιον από τον σωστό δρόμο 2. παρασύρω κάποιον με πονηριά και επιτηδειότητα στο κακό, ξεμυαλίζω, διαφθείρω νεοελλ. μσν. εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον αρχ. 1. πέφτω σε πλάνη, απατώμαι 2. παθ. παραπλανῶμαι, άομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”